- νέον
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ne. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 10 και ατομικό βάρος 20,183, τρία σταθερά ισότοπα Ne20, Ne22 και Ne21, κατά τάξη αφθονίας, και τέσσερα ραδιενεργά ισότοπα Ne18, Ne19, Ne23 και Ne24, όλα με βραχύτατη ζωή. To ν. περιέχεται σε ελάχιστες ποσότητες (0,0018%) μαζί με τα άλλα ευγενή αέρια, στην ατμόσφαιρα και σε μερικές φυσικές αναθυμιάσεις. Το ανακάλυψαν ο Ράμσεϊ και ο Τράβερς το 1898: παραλαμβάνεται από την κλασματική απόσταξη του υγρού αέρα, στα πιο πτητικά κλάσματα.
Είναι αέριο άχρωμο, άγευστο, άοσμο, σχεδόν αδιάλυτο στο νερό, πολύ αδρανές· δεν ενώνεται με τα περισσότερα στοιχεία, υγροποιείται στους 246°C κάτω από το μηδέν· σε υψηλές θερμοκρασίες διαχέεται μέσα από το γυαλί και την πορσελάνη.
To ν. έχει την ιδιότητα να εκπέμπει έντονο ερυθρό πορτοκαλόχρωμο φως όταν εκπέμπεται ή κυκλοφορεί σε σωλήνες κενού· αν προσθέσουμε ορισμένη ποσότητα ηλίου παράγεται χρυσοκίτρινο φως, ενώ με μερικές ποσότητες υδράργυρου λαμβάνεται φως έντονα ιώδες: για την ιδιότητα του αυτή, το ν. εφαρμόζεται ευρύτατα στην κατασκευή λυχνιών και φωτιστικών σωμάτων με λαμπρή φωταύγεια, κατάλληλων για φωτισμό και φωτεινές διαφημίσεις.
* * *τοχημ.1. στοιχείο που ανήκει στην ομάδα τών ευγενών αερίων και το οποίο περιέχεται στον ατμοσφαιρικό αέρα και αποχωρίζεται από αυτόν με διαδικασία υγροποίησης2. φρ. «σωλήνας νέον»(ηλεκτρολ.) γυάλινος σωλήνας ο οποίος περιέχει δύο ηλεκτρόδια και είναι γεμάτος από το χημικό αυτό στοιχείο υπό ελαττωμένη πίεση και καθίσταται φωτεινός με την εφαρμογή ορισμένης τάσης στα ηλεκτρόδιά του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neon < ουδ. τού επιθ. νέος].
Dictionary of Greek. 2013.